Είναι κάτι Κυριακές που σου αλλάζουν τα «πάντα – όλα». Είναι κάτι μέρες δηλαδή, που γράφονται στην ψυχή σαν μοναδικές, για διαφορετικούς λόγους. Είμαι σίγουρη ότι το κείμενό μου, θα είναι κατώτερο, της σαρωτικής ερμηνείας του υπερταλαντούχου ηθοποιού Γιώργου Κοντοπόδη. Κριτικός θεάτρου δεν είμαι και δεν ανήκω στον «κύκλο των επαϊόντων περί τέχνης και άλλων δαιμονίων». Λατρεύω όμως τις παραστατικές τέχνες και πιστεύω ότι είναι η γέφυρα επικοινωνίας με το θεϊκό, με την ψυχή μας, με το σύμπαν, που διαθέτουν την «φονική λαμπρότητα» της αποκάλυψης των τρίσβαθων του νου και που κατευνάζουν τους δαίμονες που έχεις «πατικώσει» με ξεχωριστή επιμέλεια στην άβυσσο της ύπαρξής σου και τελικά σε σώζουν από τον εαυτό σου όταν το «είναι» γίνεται βρόγχος.
Η «Ωραία Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά, για όσους το έχουμε συναντήσει στα μονοπάτια των δακρύων του Α Νεκροταφείου, δεν είναι ένα αριστούργημα γλυπτικής, όπως και όλα τα έργα του καλλιτέχνη, δεν αποτυπώνει μόνο ένα όμορφο κορίτσι που πέθανε νωρίς, είναι το δημιούργημα ενός θρήνου και ενός έρωτα που νιώθει ο καλλιτέχνης που ενώ εκείνος αναπνέει για να σμιλεύει μορφές με μάρμαρο, με χώμα ,με λάσπη ή και με σκατά, η ίδια του η μάνα, τον θεωρεί αποσυνάγωγο, χαρίζοντας του τον τίτλο του Σαλεμένου.
Ο Κοντοπόδης που πάλλεται από τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας και έχει υποστεί την συρρίκνωση εκείνη που χαρίζει σ’ ένα ανθρώπινο κορμί, ο 14 ετής εγκλεισμός του σε ψυχιατρείο, καθηλώνει μιλώντας, γελώντας, στριφογυρίζοντας, έρποντας, σκαρφαλώνοντας, τρέχοντας, σπαράζοντας και γίνεται όλος από τα νύχια του μέχρι τα μαλλιά του, μια κραυγή, που ζητάει το δικαίωμά του να χαϊδεύει την λάσπη. Ένα δικαίωμα που του στερήθηκε, από μια μάνα που πίστευε στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι. Ο καθένας από το κοινό που παρακολουθούσε χωρίς αναπνοή έχει συναντήσει την μάνα του «Σαλεμένου» Χαλεπά, με διαφορετικές μορφές στην ζωή του και έχει εισπράξει την επίκριση, την απόρριψη, την σύγκριση αλλά και τον εκβιασμό της προσδοκίας υπό το άλλοθι του νιαξίματος ή του «καλού του» ή μιας «αποκατάστασης» αντίστοιχης με τα μέτρα και τα σταθμά μιας συμβιβασμένης, μίζερης, ανέραστης, πληκτικής ζωής που επιλέγουν οι περισσότεροι για ν’ αυτοκτονήσουν.
Παρακολουθώντας τον Κοντοπόδη να ερμηνεύει, με το σώμα του ν’ αφυδατώνεται μπροστά στο κοινό, νιώθεις μετά τα πρώτα τα λεπτά της παράστασης να ξεκινάει μέσα σου το τσουνάμι του πένθους για την ζωή που δεν έζησες.
Μια παράσταση που αποθεώνει τον έρωτα και τον θάνατο, σε σκηνοθεσία
Αλέξανδρου Λιακόπουλου