Η Ευρώπη βιώνει τα τελευταία χρόνια θερμοκρασίες πρωτόγνωρες για το κλίμα της. Η ένταση και η διάρκεια των καυσώνων αυξάνονται σταθερά, ενώ σύμφωνα με έκθεση του Reuters (Απρίλιος 2024), οι μέσες θερμοκρασίες έχουν φτάσει σε επίπεδα που το ανθρώπινο σώμα «δυσκολεύεται πλέον να διαχειριστεί». Ωστόσο, πίσω από την εμφανή φυσική επιβάρυνση — αφυδάτωση, καρδιαγγειακά περιστατικά, θερμοπληξίες — κρύβεται μια λιγότερο ορατή αλλά εξίσου σοβαρή διάσταση: οι ψυχικές επιπτώσεις.
Θερμότητα και νευροψυχολογική κόπωση
Η έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζει άμεσα τη λειτουργία του εγκεφάλου. Σύμφωνα με ανάλυση του arXiv (2025), οι παρατεταμένες θερμές περίοδοι σχετίζονται με αύξηση της κόπωσης, της ανησυχίας και της ευερεθιστότητας, ενώ μειώνουν τη συγκέντρωση και τη γνωστική απόδοση. Ο εγκέφαλος καταναλώνει περισσότερη ενέργεια για τη θερμορρύθμιση, γεγονός που αφήνει λιγότερους πόρους για πνευματική και συναισθηματική σταθερότητα.
Επιπλέον, οι μελέτες δείχνουν πως κάθε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1 °C συσχετίζεται με αύξηση έως 2% των περιστατικών κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής σε περιοχές της Νότιας Ευρώπης, όπου η έκθεση στον ήλιο και η έλλειψη δροσερών υποδομών είναι εντονότερη.
Η κοινωνική διάσταση της θερμικής πίεσης
Η ζέστη δεν επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Οι οικονομικά ασθενέστερες ομάδες και οι ηλικιωμένοι, που δεν διαθέτουν πρόσβαση σε επαρκή κλιματισμό ή σε πράσινους δημόσιους χώρους, παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα στρες, αϋπνίας και συναισθηματικής αστάθειας. Το Vox (2025) επισημαίνει ότι η κλιματική υπερθέρμανση αρχίζει να αλλάζει τη γεωγραφία της ψυχικής υγείας, με τις πόλεις να μετατρέπονται σε «ψυχολογικά θερμοκήπια».
Σύμφωνα με ειδικούς, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων απαιτεί συνδυασμό πολιτικών προσαρμογής — αστική δενδροφύτευση, ενεργειακά προγράμματα ψύξης, ψυχολογική υποστήριξη — και αναγνώριση της ψυχικής διάστασης της κλιματικής κρίσης ως προτεραιότητας δημόσιας υγείας.


