Η εξουθένωση (burnout) αποτελεί ολοένα και συχνότερη εμπειρία για τις γυναίκες, όχι μόνο ως αποτέλεσμα επαγγελματικής πίεσης, αλλά ως συνέπεια μιας διαρκούς κατάστασης «πολλαπλής φροντίδας». Εργασία, οικογένεια και συναισθηματική εργασία συνυπάρχουν καθημερινά, δημιουργώντας ένα συνεχές φορτίο που σπάνια αναγνωρίζεται ή μοιράζεται ισότιμα.
Παρότι η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας έχει αυξηθεί σημαντικά, η κατανομή της φροντίδας στο σπίτι παραμένει άνιση. Οι γυναίκες εξακολουθούν να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και του νοικοκυριού, ακόμη και όταν εργάζονται πλήρως. Παράλληλα, συχνά φέρουν το βάρος της συναισθηματικής εργασίας: να ακούν, να στηρίζουν, να διαχειρίζονται εντάσεις και να προβλέπουν ανάγκες τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον επαγγελματικό χώρο.
Αυτή η συνεχής διαθεσιμότητα οδηγεί σε χρόνια σωματική και ψυχική κόπωση. Το burnout στις γυναίκες συχνά εκδηλώνεται με αίσθημα εξάντλησης, ευερεθιστότητα, απώλεια κινήτρου και αίσθηση ότι «δεν είναι ποτέ αρκετές». Ωστόσο, πολλές δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα, καθώς έχουν κοινωνικοποιηθεί να αντέχουν, να προσαρμόζονται και να θέτουν τις ανάγκες των άλλων πάνω από τις δικές τους.
Κρίσιμος παράγοντας σε αυτή τη δυναμική είναι η δυσκολία επιβολής ορίων. Το «όχι» συχνά συνοδεύεται από ενοχή, καθώς συγκρούεται με την κοινωνική προσδοκία της γυναίκας που φροντίζει, υποστηρίζει και ανταποκρίνεται σε όλα. Έτσι, η αυτοπροστασία εκλαμβάνεται λανθασμένα ως εγωισμός.
Η αντιμετώπιση του γυναικείου burnout δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην ατομική αυτοφροντίδα. Απαιτείται συλλογική αλλαγή: δικαιότερη κατανομή της φροντίδας, αναγνώριση της συναισθηματικής εργασίας, εργασιακά περιβάλλοντα με ευελιξία και πολιτικές που στηρίζουν ουσιαστικά την ισορροπία ζωής και εργασίας. Το burnout δεν είναι προσωπική αποτυχία, αλλά σύμπτωμα ενός συστήματος που στηρίζεται υπερβολικά στη σιωπηλή αντοχή των γυναικών.
Πηγή: who.int


