Σε μια εποχή που η επιστήμη ήταν ακόμα τυλιγμένη με πέπλο δεισιδαιμονίας, ο πόνος δεν ήταν απλώς σωματικός – ήταν δοκιμασία, ήταν τιμωρία, ήταν μυστήριο. Στον Μεσαίωνα, χωρίς αναισθησία, χωρίς σύγχρονα φάρμακα, οι άνθρωποι στράφηκαν εκεί που πάντοτε στρέφεται ο άνθρωπος όταν όλα γύρω του σκοτεινιάζουν: στη φύση.
Τα παυσίπονα τότε ήταν φυτά. Όχι χάπια. Όχι ενέσεις. Ήταν ρίζες, φύλλα και άνθη που έβραζαν σε καζάνια, γινόντουσαν αλοιφές ή καίγονταν ως θυμίαμα.
Η παπαρούνα, με τον υπνωτικό της χυμό (όπιο), ήταν ίσως το πιο ισχυρό φυσικό παυσίπονο. Οι μοναχοί την καλλιεργούσαν στους κήπους τους – αλλά πάντα με μέτρο, γιατί ήξεραν πως η ίδια ουσία που γλυκαίνει τον πόνο, μπορεί να γίνει και παγίδα.
Η μανδραγόρα, μυστηριώδης και φοβερή, είχε παυσίπονη και ναρκωτική δράση. Λέγανε πως όταν την ξεριζώσεις, ουρλιάζει. Και γι’ αυτό, την ξερίζωναν με τη βοήθεια… σκύλων! Πίστευαν πως μόνο έτσι θα γλίτωναν την κατάρα.
Η ιτιά, αυτή η ταπεινή φίλη των ποταμών, έκρυβε στον φλοιό της το σαλικυλικό οξύ – τη βάση της ασπιρίνης! Την έβραζαν για πόνους στις αρθρώσεις και πυρετό.
Το βάλσαμο (ή υπερικό), το χρησιμοποιούσαν για νευραλγίες και τραύματα, ενώ η μέντα και το χαμομήλι ανακούφιζαν στομαχόπονους και ημικρανίες.
Μπορεί να μας φαίνεται παράξενο, αλλά πολλές από τις γνώσεις εκείνης της εποχής επέζησαν μέσα από τις γιαγιάδες μας. Κι αν σήμερα πίνουμε ένα χαμομηλάκι ή βάζουμε μια σταγόνα αιθέριο έλαιο λεβάντας στους κροτάφους, χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε, ίσως συνεχίζουμε – ασυνείδητα – μια σοφία που έρχεται από πολύ μακριά.
Πηγή: pubs.acs.org