Υπάρχουν περίοδοι που το ντύσιμο παύει να είναι επιλογή και γίνεται βάρος. Όχι επειδή κάποιος «δεν νοιάζεται», αλλά επειδή δεν έχει πια τη δύναμη να νοιαστεί. Για πολλούς ανθρώπους που βιώνουν κατάθλιψη, η σχέση με τα ρούχα αλλάζει αθόρυβα, σχεδόν ανεπαίσθητα, πριν ακόμη ειπωθεί με λόγια αυτό που συμβαίνει μέσα τους.
Το πρωί, η επιλογή ρούχων μοιάζει δυσανάλογα δύσκολη. Όχι από αναποφασιστικότητα, αλλά από εσωτερική εξάντληση. Συχνά επιστρέφουν στα ίδια «ασφαλή» κομμάτια — φαρδιά, άνετα, ουδέτερα. Ρούχα που δεν ζητούν ενέργεια, δεν εκθέτουν, δεν απαιτούν. Το σώμα θέλει απλώς να περάσει απαρατήρητο.
Τα χρώματα μπορεί να χαθούν, όχι από συνειδητή επιλογή, αλλά γιατί η χαρά που κάποτε τα συνόδευε έχει ξεθωριάσει. Η φροντίδα — σιδέρωμα, συνδυασμοί, λεπτομέρειες — μοιάζει περιττή μπροστά στο βάρος της καθημερινότητας. Δεν πρόκειται για αδιαφορία, αλλά για έναν εσωτερικό αγώνα επιβίωσης.
Το ντύσιμο δεν «αποκαλύπτει» την κατάθλιψη· δεν είναι διάγνωση. Είναι όμως ένας τρόπος με τον οποίο το σώμα μιλά όταν οι λέξεις δεν βγαίνουν. Και αν κάποιος αναγνωρίσει τον εαυτό του σε αυτή την περιγραφή, αξίζει να θυμάται κάτι απλό αλλά ουσιαστικό: η δυσκολία δεν είναι αδυναμία. Είναι σήμα ότι χρειάζεται φροντίδα.
Μερικές φορές, η φροντίδα ξεκινά με κάτι πολύ μικρό — ένα καθαρό ρούχο, ένα ζεστό χρώμα, μια στιγμή καλοσύνης προς τον εαυτό. Και άλλες φορές, με το θάρρος να ζητήσουμε βοήθεια. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά βήματα προς το φως.


