Κοντεύουν σχεδόν τριάντα χρόνια από την κυκλοφορία της Παναγίας των Παρισίων της Ντίσνεϋ. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ, η ταινία έχει ως κεντρικό άξονα τον έρωτα που αισθάνονται τρεις χαρακτήρες (Κουασιμόδος, Φοίβος, Δικαστής Φρόλο) για την Εσμεράλδα. Ο Κουασιμόδος και ο Φοίβος την ερωτεύονται και προσπαθούν να την βοηθήσουν, ωστόσο ο Φρόλο χρησιμοποιεί την εξουσία και τη δύναμη που του δίνει το αξίωμά του ώστε να την κάνει δική του διά της βίας.
Το βιβλίο σε αυτό το άρθρο δεν πρόκειται να αναφερθεί ξανά, καθώς έχουν γίνει τόσες αλλαγές από ένα κείμενο -περίπου- 170.000 λέξεων σε μια «παιδική» ταινία 90 λεπτών, που μια σύγκριση θα φάνταζε εντελώς ανούσια ‒ έχουν αφαιρεθεί βασικοί χαρακτήρες, ενώ σε άλλους έχουν αλλαχτεί τα κίνητρα και οι πράξεις τους, και γενικώς έχει γίνει μια απόπειρα να «νερωθεί» το κείμενο ώστε να απευθύνεται σε ηλικίες έξι και άνω. Βέβαια, αυτό καλούμαστε να εξετάσουμε τώρα, διότι είμαι της πεποίθησης πως η Παναγία των Παρισίων της Ντίσνεϋ είναι μια «ανωμαλία» που δεν έπρεπε να υπάρξει κανονικά. Κάποιος δεν κοιτούσε όταν υπέγραφε το συμφωνητικό, κάποιος θα φτερνιζόταν όταν του εξηγούσαν το εγχείρημα, άλλος θα αρρώστησε την ημέρα που το σενάριο πέρασε από έγκριση, και έτσι έφτασε στη μεγάλη οθόνη. Τούτη η ταινία παραμένει ό,τι πιο τολμηρό έχει επιχειρήσει ποτέ αυτό το στούντιο και ταυτόχρονα ό,τι πιο διπολικό έχει εφεύρει. Είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι που όταν είναι καλή είναι τέλεια και όταν δεν είναι, σε αφήνει παραξενεμένο και γεμάτο ερωτήσεις καθώς σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να ήταν.

Όσοι την έχουν παρακολουθήσει αρκετές φορές δεν γίνεται να μην έχουν προσέξει τη μάχη που μαίνεται ανάμεσα στα καρέ της. Από τη μία έχεις μια σοβαρή ενήλικη ιστορία για τη διαφθορά της θρησκείας και της εξουσίας· για ρατσισμό και τα στερεότυπα που προσάπτουμε σε ανθρώπους· για την απομόνωση, τον εγκλεισμό και την παράνοια, τη δύσκολη απόφαση μεταξύ ηθικής και καθήκοντος και φυσικά τη σεξουαλική κακοποίηση. Μια ιστορία όπου ο Φρόλο, στα πρώτα πέντε λεπτά, διαπράττει ρατσιστική δολοφονία και αποπειράται να σκοτώσει ένα βρέφος (κάτι που δεν τολμά όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί τον πιάνει υπαρξιακή κρίση και φοβάται τη Θεία Δίκη), ενώ από την άλλη κάθε τόσο θυμούνται πως πρέπει να φτιάξουν μια ταινία για «όλη την οικογένεια».
Έχει χιούμορ που δεν ταιριάζει με τις σκηνές που προηγούνται και comic relief χαρακτήρες (τα γκαρκόιλ), τα οποία φαινομενικά είναι ένας αφηγηματικός μηχανισμός που αναδεικνύει την απομόνωση που αισθάνεται ο Κουασιμόδος, αν και περιορισμένος σε φτηνά αστεία τα οποία ξεφουσκώνουν την ένταση από τις σκηνές, ειδικά στην τελική αναμέτρηση.

Και όσο τα γκαρκόιλ τραγουδάνε το «Είσαι Τυπάς» και παρομοιάζουν τον Κουασιμόδο με «κρουασανάκι», στην ίδια ταινία δέκα λεπτά πριν η Εσμεράλδα παρακαλά την Παναγιά να βοηθήσει τον λαό της, τους Ρομά, και αμέσως μετά ακολουθεί η κορύφωση με μια από τις μεγαλύτερες σκηνές «αυνανισμού» στην ιστορία του σινεμά, όπου ο Φρόλο τραγουδά το «Σκοτάδι του Άδη» με τον καταπληκτικό ελληνικό στίχο «τι φταίω εγώ που ο δυνατός είναι ο Διάβολος και όχι ο Θεός» και φαντασιώνεται τη σεξουαλικοποιημένη φιγούρα της Εσμεράλδας να του χορεύει στις φλόγες.
Κρίση ταυτότητας. Όμως, με το που πέσουν οι τίτλοι τέλους, το μυαλό ανατρέχει στον πλούτο της και όχι στα ατοπήματά της. Εδώ είναι καλή στιγμή να αναφέρουμε την καταπληκτική ελληνική μεταγλώττιση. Εσείς πότε φωνάξατε «Σάκηηη!!» για πρώτη φορά; Εγώ όταν τραγούδησε το «Φεύγω!» και αργότερα όταν φώναζε «Άσυλο! Άσυλο!». Εκείνη την εποχή τα στούντιο μεταγλώττισης έριχναν δουλειά με μεράκι στις ελληνικές μεταφορές και οι περισσότερες μεταγλωττίσεις δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από το αρχικό αγγλικό κείμενο, ενώ ταυτοχρόνως οι Έλληνες ηθοποιοί που δάνειζαν τη φωνή τους ενσάρκωναν τους χαρακτήρες τους στην τελειότητα. Όσο καταπληκτικός και να είναι ο Tony Jay ως Φρόλο, μόλις ακούσω τη δική του εκδοχή του “Hellfire”, μου δημιουργείται η ανάγκη να ακούσω επίσης την ερμηνεία του Δημήτρη Κοντογιάννη στην ελληνική μεταγλώττιση.

Ο Φρόλο είναι και ο λόγος που η ταινία έχει αποκτήσει το καλτ στάτους της, γιατί κάθε σκηνή μαζί του είναι απόλαυση. Αν και άλλαξαν το επάγγελμά του από αρχιδιάκονο σε δικαστή (καθώς η Ντίσνεϋ ήθελε να αποφύγει θρησκευτικές αντιπαραθέσεις), το τελικό αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο αιχμηρό, αφού ο Φρόλο, ως χαρακτήρας, δικαιολογεί συνεχώς τις πράξεις του προτάσσοντας το πόσο πιο ενάρετος, θεοσεβούμενος και καλύτερος χριστιανός είναι από τους υπόλοιπους ‒ η πίστη του είναι ο καταλύτης για τις πράξεις του. Από την απόπειρα δολοφονίας του βρέφους Κουασιμόδου και αργότερα τις φωτιές που βάζει στα σπίτια των Παριζιάνων για να βρει την Εσμεράλδα, μας δείχνει συνεχώς τη διαφθορά που υπάρχει στα ανώτατα αξιώματα ενός κράτους ή μιας θρησκείας, οπότε η αλλαγή επαγγέλματος δεν έχει τόση σημασία, μια και περνιέται το ίδιο ριζοσπαστικό μήνυμα.
Η Παναγία των Παρισίων είναι από εκείνες τις ταινίες που δικαιούνται remakes, όχι ο Βασιλιάς των Λιονταριών και ο Αλαντίν. Δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε live action remake, ας το κρατήσουμε 2D animation, αλλά να δουλευτεί από την αρχή κρατώντας τα σημεία που λειτουργούν άψογα και να αφαιρεθούν τα στοιχεία που δεν ταιριάζουν με το σύνολο, όπως η περιττή κωμωδία. Εδώ, δεν θα ήταν κακό να πάρουμε ένα μάθημα από τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια και να σκεφτόμαστε πως το animation είναι για όλους και όχι μόνο για τα νήπια. Αν απευθύνεσαι σε ένα ώριμο κοινό, θα αποκτήσεις ώριμους και απαιτητικούς θεατές, που θα προβληματίζονται με ό,τι βλέπουν και με την πάροδο του χρόνου θα επιστρέφουν ξανά και ξανά στο έργο. Όταν ήμουν εγώ στο νήπιο, η Παναγία των Παρισίων (ένα μεγάλο μέρος της τουλάχιστον) μου συμπεριφέρθηκε σαν να είμαι μεγαλύτερος από την ηλικία μου και αυτός είναι ο λόγος που μνημονεύεται ακόμα και σήμερα, και όχι τα αστεία περί κτηνοβασίας (ναι, έχει και τέτοια). Βέβαια, στο έτος 2024 ένα σωστό remake αυτής της ταινίας φαντάζει κάτι ακατόρθωτο και αν γινόταν, θα ήταν ακόμα πιο αποστειρωμένο από την ταινία του ’96.
«Ανωμαλία;» Ίσως. Παρ’ όλα αυτά, η Παναγία των Παρισίων παραμένει ό,τι πιο τολμηρό έχει επιχειρήσει η Ντίσνεϋ τα τελευταία τριάντα χρόνια και, όπως φαίνεται, και τα επόμενα τριάντα.