Γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Διεθνολόγος.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τα φάρμακα αποτελεί ένα πολυσύνθετο πεδίο, που επηρεάζει την καθημερινή ζωή όλων των πολιτών, ευρωπαίων και μη, την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής φαρμακευτικής βιομηχανίας. Η ΕΕ έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στην εναρμόνιση των κανονισμών εντός της ένωσης, στην προώθηση της καινοτομίας και στη διασφάλιση της πρόσβασης σε αποτελεσματικά και ασφαλή φάρμακα για τους ευρωπαίους πολίτες. Παρά τις πολλές και αδιαμφισβήτητες επιτυχίες της, οι πολιτικές αυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, αλλά και αποτυχίες, που δοκιμάζουν τις αντοχές του συστήματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ΕΕ είναι η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA). Ο οργανισμός αυτός, από την ίδρυσή του το 1995, έχει αναλάβει τον συντονισμό της διαδικασίας αξιολόγησης και έγκρισης φαρμάκων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με την κεντρική διαδικασία αδειοδότησης, τα νέα φάρμακα μπορούν να κυκλοφορούν σε όλες τις χώρες της ΕΕ χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από διαφορετικές εθνικές διαδικασίες. Αυτό όχι μόνο εξοικονομεί χρόνο και πόρους, αλλά εξασφαλίζει επίσης την ταχύτερη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες.
Η προώθηση της καινοτομίας είναι επίσης ένας τομέας όπου η ΕΕ έχει επιδείξει εντυπωσιακή πρόοδο. Η στρατηγική της για τα λεγόμενα ορφανά φάρμακα και αυτά της παιδιατρικής είναι παραδείγματα που δείχνουν πώς η Ευρώπη μπορεί να καθοδηγήσει την έρευνα σε τομείς που θεωρούνται παραμελημένοι. Τα φάρμακα για σπάνιες ασθένειες, τα οποία προηγουμένως δεν θεωρούνταν επικερδή για τη βιομηχανία, έχουν πλέον τη στήριξη της ΕΕ μέσω συγκεκριμένων κινήτρων και πολιτικών, όπως την αποκλειστικότητα στην αγορά και την πρόσβαση σε πρόσθετες χρηματοδοτήσεις. Επιπλέον, τα προγράμματα Horizon 2020 και Horizon Europe έχουν ενισχύσει τη βιοτεχνολογία, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων φαρμακευτικών τεχνολογιών και θεραπειών.
Η εναρμόνιση των κανονισμών αποτελεί άλλο ένα επίτευγμα της ΕΕ στον τομέα των φαρμάκων. Ο κανονισμός για την κλινική έρευνα εισήγαγε νέα πρότυπα, που ενίσχυσαν τη διαφάνεια, διευκόλυναν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και βελτίωσαν την πρόσβαση των ευρωπαίων και κατ΄ επέκταση και των Ελλήνων πολιτών σε πληροφορίες για τις κλινικές δοκιμές. Η λεγόμενη φαρμακοεπαγρύπνηση, δηλαδή η παρακολούθηση της ασφάλειας των φαρμάκων, ενισχύθηκε σημαντικά με την υποχρέωση αναφορών για τυχόν παρενέργειες και τη χρήση κοινών βάσεων δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ.
Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε τόσο τη δύναμη, όσο και τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής πολιτικής για το φάρμακο. Από τη μία πλευρά, η στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια αποτέλεσε υπόδειγμα συντονισμένης δράσης, αφού μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, εξασφαλίστηκε η πρόσβαση στα εμβόλια για όλα τα κράτη-μέλη, αποφεύγοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Φανταστείτε πόσο δύσκολο θα ήταν για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, να διεκδικήσει μόνη της μέρος από τις πρώτες παρτίδες εμβολίων, έχοντας να ανταγωνιστεί μεγάλες πληθυσμιακά και ισχυρά οικονομικά χώρες. Από την άλλη, οι ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, η εξάρτηση από τρίτες χώρες για πολλές από τις πρώτες ύλες και η καθυστέρηση στην παράδοση των εμβολίων ανέδειξαν την ανάγκη για μεγαλύτερη αυτονομία και ανθεκτικότητα της ΕΕ στον τομέα της φαρμακευτικής παραγωγής.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι η ανισότητα στην πρόσβαση στα φάρμακα. Παρόλο που η κεντρική διαδικασία αδειοδότησης διευκολύνει την κυκλοφορία των φαρμάκων σε όλη την Ένωση, η τιμολόγηση και η αποζημίωση των φαρμάκων εξακολουθούν να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς σε πλουσιότερες χώρες να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες σε σύγκριση με εκείνους σε φτωχότερες χώρες. Επιπλέον, το κόστος ορισμένων φαρμάκων είναι τόσο υψηλό που δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια για τα δημόσια συστήματα υγείας, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Στην Ελλάδα η πολιτική του φθηνού φαρμάκου, δημιουργεί συχνά ελλείψεις και παράλληλες εξαγωγές, δημιουργώντας σημαντικά κενά στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι ελλείψεις φαρμάκων είναι ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα. Οι ελλείψεις αυτές δεν περιορίζονται μόνο σε εξειδικευμένα φάρμακα, αλλά συχνά περιλαμβάνουν και βασικά, όπως αντιβιοτικά και φάρμακα για χρόνιες παθήσεις. Η υπερβολική εξάρτηση από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία για την προμήθεια πρώτων υλών, αλλά και την παραγωγή τελικών προϊόντων καθιστά την Ευρώπη ευάλωτη σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η πανδημία έδειξε εμφατικά ότι η Ευρώπη χρειάζεται να επανεξετάσει τη στρατηγική της για την εξασφάλιση αυτονομίας στον τομέα της παραγωγής φαρμάκων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα και τις προκλήσεις, έχει προχωρήσει στη διαμόρφωση της νέας φαρμακευτικής στρατηγικής, που παρουσιάστηκε το 2020. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στη βελτίωση της πρόσβασης των ασθενών σε φάρμακα, στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας και στη στήριξη της καινοτομίας. Παράλληλα, ενθαρρύνει τη χρήση ψηφιακών εργαλείων για τη διαχείριση δεδομένων και τη βελτίωση της διαφάνειας. Επιπλέον, η στρατηγική συνδέεται στενά με την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, προωθώντας μέτρα για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της φαρμακευτικής βιομηχανίας.
Το μέλλον θα δείξει αν η ΕΕ μπορεί να ξεπεράσει τις αδυναμίες της και να συνεχίσει να ηγείται παγκοσμίως στον τομέα της φαρμακευτικής πολιτικής.