Από το Τσέρνομπιλ, το Aids, τις απειλές των Τούρκων, τις φωτιές, τα μνημόνια, τις μεταναστευτικές ροές, τον Covid, τα εμβόλια, την Ουκρανία, την Μέση Ανατολή, τους ηλίθιους, μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη, ζω σε μια χώρα όπου το “κακό που έρχεται” είναι πάντα χειρότερο από το κακό που ζούμε.
Δεν θυμάμαι ποτέ να μην μας ανησυχούν πολύ για κάτι. Ευτυχώς είχα κάποιες ξέγνοιαστες παιδικές αναμνήσεις και γι’ αυτό ίσως μπορώ ακόμη να μην κολλάω το χέρι μου στην κόρνα του αυτοκινήτου, πριν ανάψει πράσινο, για να δοκιμάζω με σκληρότητα τα αποκαμωμένα νεύρα των οδηγών που προηγούνται, Θέλω να γράψω δηλαδή ότι δεν είμαι εντελώς νευρασθενική ή τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Διανύοντας όμως την περίοδο συγγραφής διδακτορικής διατριβής στον πανικό και στην καταστροφή, αναδεύω λέξεις, όπως “μνημόνιο”, “default”, “Grexit”, “κορονοϊός”, “εισφορά αλληλεγγύης”, “πλατφόρμα επιδότησης θέρμανσης”, και πιο πρόσφατα, με τα πιο φουτουριστικά: “τεχνητή νοημοσύνη”, “κλιματική καταστροφή”, “παγκόσμια επισιτιστική κρίση” και άλλα πολύ ευχάριστα που κυκλώνουν τις σκέψεις μου κάθε μέρα.
Το επόμενο κατοικίδιο μου νομίζω ότι θα το ονομάσω “panic “. Ταιριάζει με την αισθητική της εποχής.
Ζούμε, εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, σε μια συνθήκη διαρκούς απειλής. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο φόβος, αν διοχετευτεί σωστά, είναι το πιο σταθερό πολιτικό εργαλείο. Είναι “πειστικός”, γιατί τον νιώθεις στο στομάχι πριν τον σκεφτείς. Είναι αποτελεσματικός, γιατί παραλύει τη λογική. Και κυρίως, είναι “χρήσιμος”, γιατί μειώνει τις απαιτήσεις σου: δεν ζητάς πια ποιότητα ζωής, ζητάς απλώς να μην έρθει το χειρότερο.
Ο φόβος δεν πέφτει από τον ουρανό – παράγεται
Στην Ελλάδα της κρίσης, του χρέους και της συνεχούς ανασφάλειας, ο φόβος έγινε το “χαλί” πάνω στο οποίο πέρασαν σχεδόν τα πάντα. Απολύσεις, περικοπές, φόροι, συγχωνεύσεις, lockdowns, εφαρμογές ελέγχου, κόφτες στη Δικαιοσύνη, στα ΜΜΕ, στην υγεία, στην ελπίδα. Κάθε φορά με το ίδιο σενάριο: “Ξέρουμε ότι αυτό είναι σκληρό, αλλά αν δεν το κάνουμε, θα καταστραφούμε.” Και εννοείται ότι πάντα κάποιος άλλος φταίει: οι αγορές, οι Ρώσοι, οι Τούρκοι, ο ιός, η τεχνολογία, οι νέοι, οι ξένοι, οι παλιοί, οι επόμενοι. Ένα συνεχές blame game που, στο τέλος, σε αφήνει μόνο με τον καθρέφτη σου – κι εκεί βλέπεις κάποιον που σκέφτεται “άραγε φταίω κι εγώ που δεν κατάλαβα νωρίτερα;”.
Ο φόβος σκοτώνει τη συλλογικότητα
Όταν ζεις διαρκώς απειλούμενος, αρχίζεις να κλείνεσαι στον εαυτό σου. Να κοιτάς την πάρτη σου, το σπίτι σου, το κινητό σου. Ο διπλανός γίνεται ανταγωνιστής και όχι σύμμαχος. Ο συνάδελφος ίσως πάρει τη θέση σου. Ο μετανάστης ίσως πάρει το επίδομά σου. Ο νέος ίσως σου πάρει τη δουλειά σου. Και κάπως έτσι, από πολίτες γινόμαστε επιζώντες. Αυτό όμως είναι εξαιρετικό νέο για όσους θέλουν να κυβερνούν χωρίς πολλές ερωτήσεις.
Γιατί όταν ο φόβος είναι το βασικό νόμισμα της καθημερινότητας, δεν ζητάς καλύτερη ζωή. Ζητάς απλώς να μη χάσεις κι άλλο.
Και τώρα τι; Να μη φοβόμαστε καθόλου;
Όχι. Δεν προτείνω άγνοια κινδύνου. Δεν λέω να πετάξουμε τις ειδήσεις στα σκουπίδια και να κάνουμε διαλογισμό με αιθέρια έλαια. Αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό φόβο και στον κατασκευασμένο πανικό. Ο πρώτος είναι προστατευτικός. Ο δεύτερος είναι παραλυτικός. Ο πρώτος μας ωθεί σε πράξεις. Ο δεύτερος μας κρατάει ακίνητους — και πειθήνιους. Και υπάρχει και κάτι άλλο που δεν λέγεται συχνά: είναι εντάξει να κουραστούμε. Να πούμε “δεν μπορώ να ανησυχώ για όλα, κάθε μέρα”. Δεν είναι έλλειψη υπευθυνότητας — είναι πράξη αυτοπροστασίας.
Μια μικρή αναπνοή
Ίσως τελικά αυτό να είναι το πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την πολιτική του φόβου: να ξανακοιτάξουμε γύρω μας, να γελάσουμε με τα παράλογα, να πούμε μια καλημέρα χωρίς δεύτερες σκέψεις, , δειλά ίσως αλλά και με τη λαχτάρα να μη μας ορίζει άλλο ο φόβος. Ίσως τελικά το διδακτορικό στην καταστροφή να μην το τελειώσω ποτέ, αν αυτές οι τελευταίες σκέψεις επικρατήσουν